μύγα

μύγα
(musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα, που τελειώνει σε σπογγώδη σωληνοειδή χείλη. Ο θώρακας φέρει ένα μόνο ζευγάρι πτερύγων, ενώ το δεύτερο ζευγάρι είναι μεταμορφωμένο σε όργανα ισορροπίας ή ισοζύγισης. Η μ. είναι διαδεδομένη σε περιβάλλον θερμό ή θερμότατο. Τρέφεται από υγρές ή ημιυγρές οργανικές ουσίες, που εισροφά με την προβοσκίδα της. Η μ. είναι ωοτόκος. Επειδή είναι γονιμότατη σε όλη της τη ζωή, που άλλωστε είναι μάλλον σύντομη, το θηλυκό γεννά με μια μόνο γονιμοποίηση. Τα αβγά αποτίθενται σε αποσυντεθειμένα οργανικά υλικά, ανάλογα με τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος· οι προνύμφες, άποδες και σκωληκόμορφες, εξέρχονται ύστερα από μια περίοδο που ποικίλλει από οκτώ ώρες έως τρεις ημέρες· αφού φτάσουν με δυο αλλαγές το μήκος ενός εκατοστού, μεταμορφώνονται σε νύμφες. Η συνολική διάρκεια του κύκλου της ανάπτυξης της μ., από το αβγό ως το ακμαίο έντομο, ποικίλλει από μια εβδομάδα έως 40 ημέρες, ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και διατροφής. Η μ. είναι βλαβερό έντομο, γιατί επικάθεται σε αποσυντεθειμένες ουσίες και μπορεί να μεταδώσει στον άνθρωπο παθογόνα μικρόβια διάφορων ειδών. Κάθε θηλυκό γεννά 500-2.000 αβγά, σε ομάδες των 100-200. Κι επειδή από τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο μπορούν να ακολουθηθούν από 7 έως 10 γενεές, και αν ακόμα παραδεχτούμε περιορισμένη γονιμότητα, μια μ. μπορεί να παραγάγει μέσα σε λίγους μήνες τεράστιο αριθμό ατόμων με συνέπειες μεγάλη πιθανότητα μολύνσεων. Ο αγώνας εναντίον των μ., που διεξάγεται σε ευρεία κλίμακα με τα σύγχρονα εντομοκτόνα, έχει σχεδόν απαλλάξει από την πληγή αυτή τα αστικά κέντρα όλου σχεδόν του κόσμου. (Ιατρ.) Οι νύμφες της μ. μπορεί να παρασιτούν στον άνθρωπο, σε φυσικές ή παθολογικές κοιλότητες, προκαλώντας νόσηση (μυΐαση). Μερικά είδη έχουν σημασία στη θανατολογία, γιατί βρίσκονται σε πτώματα και συμβάλλουν με την παρουσία τους στον καθορισμό της ημερομηνίας του θανάτου. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτών των εντόμων, από ιατρικής άποψης, συνίσταται στο ότι μεταφέρουν μηχανικά με τα τριχίδια των ποδιών τους τα παθογόνα μικρόβια πολλών μεταδοτικών λοιμωδών νοσημάτων· π.χ. η κοινή μ., ενώ τρέφεται από τα τρόφιμα του ανθρώπου, ωοτοκεί στις περιττωματικές ουσίες· έτσι μεταφέρει μηχανικά στα τρόφιμά μας όλα τα παθογόνα μικρόβια και τους ιούς που προκαλούν τις εντερολοιμώξεις. Άλλες πάλι τρέφονται από αποσυντεθειμένες ουσίες και ωοτοκούν στα τρόφιμα, όπως η χρυσόμυγα του κρέατος, μεταφέροντας πολλά παθογόνα μικρόβια. Εκτός αυτού ορισμένα είδη είναι ενδιάμεσοι ξενιστές παρασίτων που τα μεταδίδουν στον άνθρωπο, όπως π.χ. στην περίπτωση του γένους glossina (μ. τσε-τσε) που μεταφέρει στον άνθρωπο και στα ζώα το τρυπανόσωμα, το αίτιο της νόσου του ύπνου. Εκτός των γνωστών μέτρων υγιεινής (απομόνωση και καταστροφή των απορριμμάτων, καθαριότητα, υγιεινή των αφοδευτηρίων κ.ά.), ο αγώνας κατά των μ. γίνεται με χημικά εντομοκτόνα· η αποτελεσματικότητα όμως αυτών των ουσιών περιορίζεται από την εμφάνιση ανθεκτικών στελεχών· καλά αποτελέσματα εξακολουθεί να δίνει το πύρεθρο. Πλάγια όψη της κεφαλής: 1) οφθαλμίδια? 2) σύνθετος οφθαλμός? 3) ψευτοδοτραχείες? 4) κεραία? 5) γναθική προσακτρίδα? 6) ανώτερο χείλος? 7) σπογγώδη χείλη? 8) προβοσκίδα? 9) κάτω χείλος? 10) φάρυγγας? 11) αγωγός των σιαλογόνων αδένων. Προνύμφες της μύγας του κρέατος. Η μεταμόρφωση της προνύμφης σε νύμφη αποτελεί το δεύτερο στάδιο του κύκλου ανάπτυξης της μύγας. Ο κύκλος ανάπτυξης της μύγας διαρκεί από μία εβδομάδα έως 40 ημέρες? στη φωτογραφία, ενήλικες μύγες.
* * *
και μυίγα, η
(ΑΜ μυῑα, Α αττ. τ. μῡα, Μ και μυίγα και μύγια)
γενική, κοινή σήμερα, ονομασία βραχύπτερων εντόμων τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν κυρίως στις οικογένειες myscidae και calliphoridae («ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργη μυῑαν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «μύγα τής ελιάς» — ο δάκος
β) «μύγα τσε τσε»
ζωολ. είδος μύγας τών τροπικών χωρών που μεταδίδει τη λεγόμενη νόσο τού ύπνου
γ) «ιπτάμενες μύγες»
ιατρ. υποκειμενικό αίσθημα μικρών μελανών κηλίδων που αιωρούνται μπροστά από τα μάτια, αίσθημα το οποίο οφείλεται στην ύπαρξη κυττάρων ή κυτταρικών υπολειμμάτων στο υαλοειδές σώμα
δ) «βαράει μύγες» — είναι αργόσχολος, οκνηρός, τεμπελιάζει
ε) «χάφτει μύγες»
i) είναι ανόητος, χαζός
ii) δεν κάνει τίποτε
στ) «σαν τη μύγα μες στο γάλα» — λέγεται για οτιδήποτε είναι δυσαρμονικό, αταίριαστο ή για κάτι που διακρίνεται έντονα από το περιβάλλον του
ζ) «κόλλησε σαν τη μύγα στο μέλι» — λέγεται για εκείνον που προσκολλάται ή αφιερώνεται σε κάτι ή σε κάποιον πέρα από όσο πρέπει
2. παροιμ. α) «βγάζει κι από τη μύγα ξίγγι» — λέγεται για εκείνον που επιδιώκει να κερδίσει ή να ωφεληθεί από το καθετί, μολονότι οι άλλοι δεν τό θεωρούν επικερδές ή επωφελές
β) «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται» — όποιος δεν είναι εν τάξει ή σκέπτεται πονηρά εκλαμβάνει ως υπαινιγμό εναντίον του κάτι που λέγεται, έστω και αν δεν απευθύνεται σε αυτόν
μσν.
1. (κυρίως στη γλώσσα τών χωρικών) η μέλισσα
2. ελαφρό βέλος
3. μικρό πολεμικό πλοίο εξοπλισμένο με βλητικές μηχανές οι οποίες κατά μικρά χρονικά διαστήματα εξακόντιζαν βέλη
αρχ.
1. μτφ. υπερβολικό θάρρος («καὶ οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν, ἥ τε καὶ ἐργομένη μάλα περ χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. α) «δειπνεῑν ἄκλητος μυῑα (εἰμί)» — πηγαίνω απρόσκλητος σε δείπνο σαν τη μύγα
β) «μυῑα χαλκῆ» — είδος παιδικού παιχνιδιού, η τυφλόμυγα
3. παροιμ. «ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῑν» — λέγεται γι' αυτούς που μεγαλοποιούν τα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυῖα < *μυσ- προήλθε με σίγηση τού συμφωνικού συμπλέγματος -sy- και συναίρεση, που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mū-, mus- «ηχομίμηση τού βόμβου τής μύγας και τού κουνουπιού», εμφανίζει δε επίθημα -ya, δηλωτικό θηλ. ονομ. ζώων (πρβλ. κίσσα, νήσσα). Η λ. συνδέεται με λιθουαν. mus-ia, mus-ē «μύγα», αρχ. σλαβ. mucha «μύγα» και mŭšica «μικρή μύγα», λατ. musca, αρχ. σαξ. muggia, αρχ. άνω γερμ. mucka. Ο νεοελλ. τ. μύγα < μσν. μύγια < μυῖα με ανάπτυξη -j- από τη συνίζηση τού συμπλέγματος ῖα (πρβλ. ιατρός - γιατρός)].
ΠΑΡ. αρχ. μυιικός, μυΐνδα, μυΐτις, μυιώδης
νεοελλ.
μυγάκι, μυγιάζομαι, μυγίτσα, μυγούλα, μυΐαση.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μυιοειδής, μυιοθήρας, μυιοσόβη
αρχ.
μυίαγρος, μυιάκυνα, μυιόπτερον, μυιοσόβος
αρχ.-μσν.
μυιοκέφαλον
μσν.
μυιοφόρον
νεοελλ.
μυγιάγγιχτος, μυγοκάθισμα, μυγοσκοτώστρα, μυγοχάφτης, μυγόχεσμα, μυγοπαγίδα. (Β' συνθετικό) αρχ. κυνάμυια
νεοελλ.
αλογόμυγα, βοϊδόμυγα, γαϊδουρόμυγα, κρεατόμυγα, πρασινόμυγα, σκατόμυγα, σκυλόμυγα, τυφλόμυγα, χρυσόμυγα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μύγα — η 1. δίπτερο βλαβερό έντομο (αλογόμυγα, κρεατόμυγα, μύγα της ελιάς)· υποκορ. μυγίτσα, μυγούλα, μυγάκι. 2. φρ., «Σαν μύγα σε βλέπω», σε αγνοώ, σε περιφρονώ· «Βγάζει κι απ τη μύγα ξίγκι», για φιλάργυρους· «σαν τη μύγα μες στο γάλα», για κάτι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυγιάζομαι — [μύγα] 1. (για ζώα) με πιάνει η μύγα, οιστρηλατούμαι («αυτό το βόιδι το μανό, π όσο βαθιά ρουχνίζει τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει», Βαλαωρ.) 2. (για πρόσ.) είμαι καχύποπτος, παρεξηγώ εύκολα τους άλλους επειδή θεωρώ πως ό,τι κι αν… …   Dictionary of Greek

  • τσε-τσε — (glossina palpalis). Έντομο της οικογένειας των μυϊιδών. Η μύγα αυτή, το κοινό όνομα της οποίας οφείλεται στον βόμβο που κάνει όταν πετάει, ζει στις υγρές ζώνες της κεντρικής και δυτικής Αφρικής· έχει μήκος 8 10 χιλιοστόμετρα και είναι… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αλογόμυγα — Βλ. λ. ιππόβοσκος ο ίππειος. * * * η 1. μύγα που ενοχλεί τα άλογα και τα άλλα υποζύγια, βοϊδόμυγα, οίστρος 2. αυτός που επίμονα ενοχλεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + μύγα] …   Dictionary of Greek

  • δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …   Dictionary of Greek

  • δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια …   Dictionary of Greek

  • κρεατόμυγα — Κοινή ονομασία των μελών της οικογένειας calliphoridae. Πρόκειται για βραχύκερα δίπτερα έντομα, το σώμα των οποίων είναι επενδεδυμένο με μακριές άκαμπτες τρίχες, ενώ παρουσιάζει συχνά ζωηρές μεταλλικές αποχρώσεις, όπως στις γαλάζιες κ. του γένους …   Dictionary of Greek

  • λουσίλια — (Lucilia). Γένος μεγάλων δίπτερων εντόμων της οικογένειας των καλλιφοριδών. Οι λ. έχουν έντονο μεταλλικό –μαύρο, μπλε ή πράσινο– χρώμα. Το πιο κοινό είδος είναι η Lusilia caesar, συγγενές με την πράσινη μύγα, που μερικές φορές μπαίνει στις… …   Dictionary of Greek

  • μυγόχεσμα — το η σκούρα κηλίδα που αφήνει η μύγα πάνω στα διάφορα αντικείμενα, το αποπάτημα τής μύγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύγα + χέσμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”